θαλάσσερμα

θαλάσσερμα
το
1. προσωρινό ή κινητό έρμα, από θαλασσινό νερό, πλοίων επιφανείας και υποβρυχίων
2. η δεξαμενή θαλάσσιου έρματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσα + έρμα «στήριγμα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • -θαλασσ(ο) — πρώτο συνθετικό λέξεων που προσδίδει στο δεύτερο συνθετικό τη σημασία: α) σχέσης με τη θάλασσα («θαλασσόλυκος», «θαλασσασφάλεια» β) δοκιμασιών, βασάνων («θαλασσοπνίγομαι», «θαλασσοδέρνω») γ) αναστάτωσης, ταραχής («θαλασσοποιώ»). ΣΥΝΘ. (Α… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”